- ἀλλοτρίως
- D0-0-1-0-0=1 Is 28,21strangely, hostilely
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἀλλοτρίως — ἀλλότριος of adverbial ἀλλότριος of masc acc pl (doric) ἀ̱λλοτρίως , ἀλλοτριόω estrange from imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀλλοτριόω estrange from imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη … Dictionary of Greek
ՕՏԱՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 1028 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 11c, 14c մ. ἁλλοτρίως, ξένως aliene, alia ratione, peregrine. Իբրեւ օտար. օտար օրինակաւ՞ տարօրինակ. եւ Պանդխտաբար. *Սրտմտութիւն նորա օտարաբար դատեսցի, եւ դառնութիւն նորա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)